- κριθή
- ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ)1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ' ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», Ηρόδ.)3. μικρό εξάνθημα που οφείλεται σε φλεγμονή ενός βλεφαρικού αδένα και που εμφανίζεται, εξωτερικά, στο χείλος τού βλεφάρου, ή εσωτερικά, κάτω από τον βλεφαρικό βλεννογόνο, το κριθαράκιαρχ.1. ο κόκκος τού φυτού αυτού, ως το πιο μικρό βάρος2. πόσθη3. φρ. «κριθὴ Ἰνδική» — είδος κέγχρου, κεχριού (Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κριθή < *κριθ-, που αρχικά απαντά με τη μορφή κρι (η μακρότητα τού -ι- οφείλεται στο ότι ο αρχικός τ. κρι είναι μονοσύλλαβος). Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με λατ. hordeum, αρχ. άνω γερμ. gersta καθώς και με αλβ. drith «κριθάρι, σιτηρά», που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *gherzd(h)- «κόκκος σιτηρού, κριθάρι». Η αναγωγή, ωστόσο, τών τ. κρι και κριθή σ' αυτή τη ρίζα γεννά προβλήματα στην ερμηνεία τού σχηματισμού τους. Ο τ. κρι, τέλος, είναι πιθ. αιγαιακής προελεύσεως ή «μεταφερόμενη λέξη» (Wanderwort). Ο τ. κριθή απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη μορφή kirita = κριθά.ΠΑΡ. κριθάρι(ον), κρίθινοςαρχ.κρίθα, κριθαία, κριθάμινος, κριθανίας, κριθίδιον, κριθίζω, κριθικός, κριθίον, κριθιώ, κριθώ, κριθώδηςνεοελλ.κριθί.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κριθάλευρο(ν), κριθομαντεία, κριθοπώλης, κριθοφόροςαρχ.κριθάχυρον, κριθηλογία, κριθολόγος, κριθόμαντις, κριθοπομπία, κριθόπυρον, κριθοτράγος, κριθοφάγος, κριθοφυλακία, κριθώλεθροςμσν.κριθοδεία. (Β' συνθετικό) αρχ. άκριθος, ετεόκριθος, εύκριθος, ισόκριθος, ολυρόκριθος, ομοιόκριθος, πολύκριθος].
Dictionary of Greek. 2013.